Τα κρίσιμα ερωτήματα για το σκάνδαλο των υποκλοπών

5

Του Χρήστου Γκουγκουρέλα,*

Δύο χρόνια πριν, τον Αύγουστο του 2022, ξεσπούσε ένα σκάνδαλο ολκής που ανατάραξε το εγχώριο πολιτικό σκηνικό. Σήμερα, μάλιστα, με τον όρο ‘‘Predatorgate’’ ή ‘‘ΕΥΠgate’’, δηλαδή με νεολογισμούς που έχουν καταχωρηθεί ακόμη και στη ‘‘Wikipedia’’ (και διαβάζουν οι σύγχρονοί μας, θα διαβάζουν δε και οι μελλοντικές γενιές), αναφερόμαστε στην παρακολούθηση των τηλεφωνικών συσκευών Ελλήνων πολιτικών, ακόμη και πρώην Πρωθυπουργού(!), ακόμη και αρχηγού πολιτικού κόμματος(!), ακόμη και πρωτοκλασάτων Υπουργών (!), στρατιωτικών, ακόμα και του Αρχηγού των Ενόπλων Δυνάμεων (!), κρατικών αξιωματούχων και λειτουργών, επιχειρηματιών αλλά και δημοσιογράφων, είτε μέσω του συστήματος της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΕΥΠ) είτε μέσω του κατασκοπευτικού λογισμικού με την ονομασία ‘‘Predator’’.

Oι παρακολουθήσεις μάλιστα που είχαν ξεκινήσει το 2020, είχαν λάβει τη μορφή του φαινομένου της ‘‘επιδρομής ακρίδων’’. Από τη μια, μόνο για το 2021 είχαν εκδοθεί 15.000(!) εντολές παρακολούθησης για τις οποίες υπεύθυνη ήταν η ΕΥΠ (https://www.nytimes.com/2022/08/12/world/europe/greece-surveillance-europe-kyriakos-mitsotakis.html). Από την άλλη δε, με την αποστολή 220 sms, μέσω υπηρεσιών μαζικής αποστολής μηνυμάτων, έγινε απόπειρα παγίδευσης, με το ‘‘Predator’’, 92 τηλεφώνων που ανήκαν σε στοχευμένα υψηλόβαθμα ή σημαίνοντα πρόσωπα. Μάλιστα, τα πρώτα δοκιμαστικά sms στάλθηκαν το 2020 ενώ τα πρώτα επιβεβαιωμένα πραγματικά sms εμφανίζονταν ως αντευχητήρια μηνύματα αποσταλέντα από τον αριθμό του Γενικού Γραμματέα (Γ.Γ.) του Πρωθυπουργού (και ανιψιού του), κ. Γρηγόρη Δημητριάδη, την επαύριον της ονομαστικής του γιορτής, τον Ιανουάριο του 2021.

Σε δημόσια δήλωσή του, λοιπόν, πριν 2 χρόνια ο Πρωθυπουργός, αναφερόμενος στην παρακολούθηση του κ. Ανδρουλάκη από την ΕΥΠ, την οποία δια νόμου επί της δικής του θητείας έθεσε υπό τον δικό του ουσιαστικό έλεγχο (καθώς φυσικά αρνήθηκε οποιαδήποτε κρατική ή κυβερνητική ευθύνη για το παράνομο λογισμικό ‘‘Predator’’), πρώτα παραδέχθηκε ότι ‘‘ο χειρισμός της (της ΕΥΠ δηλ.) υπήρξε ελλιπής’’ και ήταν (η παρακολούθηση) ‘‘πολιτικά μη αποδεκτή’’ και εν συνεχεία, ‘‘απολογούμενος’’, δικαιολoγήθηκε: ‘‘Ακριβώς γι’ αυτό απομακρύνθηκε αμέσως ο Διοικητής της ΕΥΠ (δηλ. ο κ. Παναγιώτης Κοντολέων). Ενώ και ο Γενικός Γραμματέας του Γραφείου του Πρωθυπουργού (δηλ. ο κ. Γρηγόρης Δημητριάδης) ανέλαβε την αντικειμενική πολιτική ευθύνη’’. Εν τέλει, ο Πρωθυπουργός είχε επισημάνει τότε: ‘‘….ήταν όμως λάθος. Δεν το γνώριζα και, προφανώς, δεν θα το επέτρεπα ποτέ!’’).

Δύο χρόνια μετά, όμως, η ανακοίνωση της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου (ΑΠ), κ. Γεωργίας Αδειλίνη,…. ‘‘ξεκαθάρισε το τοπίο’’ και, όπως λέμε στην καθομιλουμένη, ‘‘έβαλε τα πράγματα στη θέση τους’’. Αχρείαστη, τελικά, η τότε απομάκρυνση του Διοικητή της ΕΥΠ, αχρείαστη και η παραίτηση (κατ’ άλλους, η οδήγηση σε παραίτηση) του τότε Γ.Γ. του Πρωθυπουργού και εν πολλοίς ‘‘εκ του αποτελέσματος’’ αχρείαστες και οι απολογίες του Πρωθυπουργού, αχρείαστη η μετέπειτα νομοθετική επί του θέματος πρωτοβουλία της κυβέρνησής του, αχρείαστη η τότε προσπάθειά του (ας μου συγχωρηθεί το αδόκιμο της φράσης) να ‘‘πετάξει την μπάλα στην εξέδρα’’ (ίδετε τι έλεγε στη δήλωσή του 2 χρόνια πριν: ‘‘Και αν κάποιες σκοτεινές δυνάμεις εκτός Ελλάδας απεργάζονται οποιοδήποτε σχέδιο αποσταθεροποίησης της χώρας, να ξέρουν ότι η Ελλάδα είναι και ισχυρή και θεσμικά θωρακισμένη”), πολύ περισσότερο αχρείαστη και άνευ καμίας ουσίας η (αυτό)δηλωθείσα από τον ίδιο τον Πρωθυπουργό άγνοιά του περί των τεκταινομένων (‘‘Δεν το γνώριζα και, προφανώς, δεν θα το επέτρεπα ποτέ!’’).

Και γιατί όλα τα παραπάνω ήταν τελικά αχρείαστα; Η ανακοίνωση της κ. Αδειλίνη, αφενός τόσο για το παράνομο και κακόβουλο κατασκοπευτικό λογισμικό ‘‘Predator’’, αφετέρου όσο για το ζήτημα των ‘‘επισυνδέσεων’’ της ΕΥΠ στις τηλεφωνικές συνδιαλέξεις των εκάστοτε παρακολουθούμενων, μας διαφωτίζει πλήρως. Για το πρώτο θέμα, η κ. Εισαγγελέας του ΑΠ τονίζει:

‘‘Από το πιο πάνω πλούσιο αποδεικτικό υλικό συνάγεται αναντίλεκτα ότι δεν υπήρξε καμία απολύτως εμπλοκή με το κατασκοπευτικό λογισμικό predator ή οποιοδήποτε άλλο παράνομο λογισμικό κρατικής υπηρεσίας και δη της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΕΥΠ), της Αντιτρομοκρατικής (Δ.Α.Ε.Ε.Β.) και γενικότερα της Ελληνικής Αστυνομίας (ΕΛ.ΑΣ, Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη) ή οποιουδήποτε κρατικού λειτουργού’’.

Αφού, επομένως, δεν είχε σχέση το κράτος ή η κυβέρνηση με το άνω παράνομο λογισμικό, προς τι ο κλαυθμός και η αναστάτωση; Υπήρχε λόγος να παραιτηθούν οι ανήξεροι και αμέτοχοι (και δη ανήξεροι και αμέτοχοι και με τη ‘‘δικαστική βούλα’’ πια) συνδεθέντες με την υπόθεση αξιωματούχοι, ήτοι ο τότε Διοικητής της ΕΥΠ και ο τότε Γ.Γ. του Πρωθυπουργού;

Με δεδομένο, ωστόσο, ότι κατά την κ. Εισαγγελέα του ΑΠ δεν εμπλέκεται η ΕΥΠ, η Αντιτρομοκρατική ή η Ελληνική Αστυνομία με τη χρήση του κατασκοπευτικού λογισμικού ‘‘Predator’’, το ‘‘φλέγον’’ ερώτημα που αναφύεται αυτομάτως είναι τούτο: Τότε ποιος παρακολουθούσε παρανόμως και δια κακόβουλου λογισμικού ανώτατους, και όχι μόνο, κρατικούς αξιωματούχους, από Υπουργούς μέχρι και τον Αρχηγό των Ενόπλων Δυνάμεων μας; Ποιες είναι, άραγε, εκείνες οι ‘‘σκοτεινές δυνάμεις’’ (για να θυμηθούμε την προ 2ετίας δήλωση του Πρωθυπουργού, ίδετε και παραπάνω) που ‘‘απεργάζονταν’’, ή και ακόμη ‘‘απεργάζονται’’(;), την ‘‘αποσταθεροποίηση’’ της Χώρας; Ποιοι ήθελαν να μάθουν τα μυστικά, τις κινήσεις, έως και τις μύχιες βουλήσεις όλων αυτών των σημαντικών προσώπων που σκόπευαν να ‘‘παγιδέψουν’’ με το ‘‘Predator’’; Μήπως κάποια γειτονική περιφερειακή δύναμη; Ίσως κάποιες υπηρεσίες που ανήκουν σε παγκόσμιους γεωπολιτικούς παίκτες ή πόλους; Πιθανώς, διεθνή κυκλώματα που ενδέχεται να σχετίζονται με την τρομοκρατία ή ευρύτερης κλίμακας έκνομες δραστηριότητες; Ή ακόμη και εγχώριες πολιτικές δυνάμεις ή ενδημικά εξωθεσμικά μορφώματα; Η κ. Αδειλίνη, λοιπόν, μπορεί να ‘‘κλείνει’’, στο παρόν πεδίο, την υπόθεση, το άνω όμως κεντρικό, πολιτικά ουσιώδες, εθνικά μείζον αλλά και νομικά καθοριστικό ερώτημα είναι όχι μόνο ανοιχτό αλλά και από εδώ και μπρος ‘‘χαίνουσα πληγή’’ για τον πολιτικό βίο της Χώρας και, ταυτόχρονα, κρίσιμος ερευνητικός στόχος για τον Ιστορικό που θα μελετά και θα καταγράφει την Ιστορία της Χώρας.

Εν συνεχεία, για την άλλη πτυχή του θέματος, δηλαδή ως προς τις παρακολουθήσεις της ΕΥΠ, η κ. Εισαγγελέας του ΑΠ μας ενημερώνει: ‘‘Ως προς δε τις διατάξεις περί άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών που εκδόθηκαν από την τότε Εισαγγελέα της ΕΥΠ και αφορούν τα έτη 2020-2024, τηρήθηκε απαρέγκλιτα η διαδικασία που προβλέπεται από το Νόμο, ο οποίος, εκτός των άλλων, διαχρονικά, δεν αξιώνει την παράθεση ειδικής αιτιολογίας στις άνω διατάξεις, η σχετική δε πρόβλεψη, η οποία θεσμοθετήθηκε το πρώτον με το Ν. 2225/1994 διατηρήθηκε συνεχώς από όλες τις Κυβερνήσεις μέχρι τον νέο Ν. 5002/9-12-2022, ενώ είναι σύμφωνη και με το πνεύμα του Δικαστηρίου της ΕΕ (απόφαση της 16-2-2023 στην υπόθεση C-349/21). Σημειώνεται εξάλλου ότι για την ανωτέρω Εισαγγελέα της ΕΥΠ, μετά τη διενεργηθείσα σχετικά πειθαρχική προκαταρκτική εξέταση από Αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, εκδόθηκε απαλλακτικό πόρισμα, με το οποίο συμφώνησε, θέτοντας την υπόθεση στο αρχείο, και η Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου, Πρόεδρος του Συμβουλίου Επιθεώρησης Δικαστηρίων’’.

Αφού, λοιπόν, ‘‘τηρήθηκε απαρέγκλιτα η διαδικασία που προβλέπεται από το Νόμο’’ για τις παρακολουθήσεις της ΕΥΠ (ή επί το ακριβέστερο για την ‘‘καταιγίδα’’ των παρακολουθήσεων), όπως μας διαβεβαιώνει εξάλλου και η κ. Εισαγγελέας του ΑΠ, τότε γιατί ‘‘έχασαν τις θέσεις’’ τους πριν 2 χρόνια ο τότε Διοικητής της ΕΥΠ και ο τότε Γ.Γ. του Πρωθυπουργού; Mήπως αδικήθηκαν σε τελική ανάλυση; Μήπως υπήρξαν τα ‘‘εξιλαστήρια θύματα’’ ενός ανύπαρκτου σκανδάλου; Μήπως τελικά, στην πραγματικότητα, είναι (από πάνω και) οι ‘‘ήρωες’’ της υπόθεσης;

Πάντως, πράγματι, όπως κατοχυρώνεται στην οδηγία 95/46/ΕΚ και την οδηγία 2002/21/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, σχετικά με το κοινό κανονιστικό πλαίσιο για τα  δίκτυα και τις υπηρεσίες των ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία πλαίσιο), τα κράτη-μέλη της ΕΕ δύνανται να λαμβάνουν νομοθετικά μέτρα για να περιορίζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που προβλέπονται για το απόρρητο των τηλεπικοινωνιών και την προστασία των προσωπικών δεδομένων (άρθρα 5 και 6, άρθρο 8 παράγραφοι 1 έως 4 και άρθρο 9 της άνω οδηγίας), εφόσον ο περιορισμός αυτός αποτελεί αναγκαίο, κατάλληλο και ανάλογο μέτρο σε μια δημοκρατική κοινωνία για τη διαφύλαξη της εθνικής ασφάλειας (δηλαδή της ασφάλειας του κράτους), της εθνικής άμυνας, της δημόσιας ασφάλειας, και για την πρόληψη, διερεύνηση, διαπίστωση και δίωξη ποινικών αδικημάτων ή της άνευ αδείας χρησιμοποίησης του συστήματος ηλεκτρονικών επικοινωνιών, όπως προβλέπεται στο άρθρο 13 παράγραφος 1 της οδηγίας 95/46/ΕΚ. Την αλήθεια αυτή, μάλιστα, είχα επισημάνει κι εγώ με άρθρο μου τον Αύγουστο του 2022 (ίδετε ‘‘Η νομιμότητα της τηλεφωνικής παρακολούθησης πολιτικού προσώπου (Υπόθεση Ν. Ανδρουλάκη)).

Εφόσον, όμως, εν προκειμένω οι ‘‘επισυνδέσεις’’ της ΕΥΠ ήταν νόμιμες, συνεπάγεται ότι έλαβαν χώρα από αυτήν, στο πλαίσιο μεν μιας νομοτυπικά οριοθετημένης διαδικασίας αλλά, σε κάθε περίπτωση, με βάση τα αμέσως παραπάνω γραφέντα, για λόγους είτε εθνικής ασφάλειας, είτε εθνικής άμυνας, είτε δημόσιας ασφάλειας. Το ερώτημα που προκύπτει όμως, μετά 2 χρόνια και με το διακηρυχθέν πέρας της δικαστικής έρευνας, είναι το ποιοι ήταν τελικά αυτοί οι λόγοι εθνικής ασφάλειας ή εθνικής άμυνας ή δημόσιας ασφάλειας που καθιστούσαν ‘‘ύποπτη’’, άρα και ‘‘αντικειμενικό στόχο’’ παρακολούθησης μια τεράστια ομάδα προσώπων του δημόσιου στερεώματος της Χώρας; Και αν νόμιμα (που νόμιμα παρακολουθούνταν μόνο για λόγους εθνικής ασφάλειας) ‘‘κρυφάκουγε’’ η ΕΥΠ τους ‘‘επικίνδυνους’’ (για λόγους που ανάγονται στο εθνικό συμφέρον) παρακολουθούμενους, τότε γιατί όλοι αυτοί σήμερα συνεχίζουν να είναι στις θέσεις τους; Ο για λόγους εθνικής ασφάλειας παρακολουθηθείς κ. Ανδρουλάκης είναι πέραν κάθε υποψίας σήμερα για την ΕΥΠ; Και γιατί ο κ. Δένδιας, ο κ. Γεωργιάδης, ο κ. Χατζηδάκης, η κ. Κεφαλογιάννη, όπως και πολλοί άλλοι που φέρεται να παρακολουθήθηκαν (υποτίθεται νομίμως μόνο για λόγους εθνικής ασφάλειας) συνέχισαν να είναι Υπουργοί; Γιατί σήμερα, 2 χρόνια μετά, είτε σιωπούν είτε περί άλλων τυρβάζουν; Θα το μάθουμε αυτό κάποτε; Αντέχει, άραγε, το πολιτικό μας σύστημα και η Δημοκρατία μας μεγάλες (αποκαλυπτικές) αλήθειες;

Αντιστρόφως, αν τελικά για όλους τους παραπάνω, από τον κ. Φλώρο, τον μέχρι και τον Ιανουάριο του 2024, μάλιστα, αρχηγό των Ενόπλων Δυνάμεών μας, μέχρι και τους Υπουργούς, δεν συνέτρεξε κάτι μεμπτό, και έτσι εξηγείται ότι επί μια 2ετία από το ξέσπασμα του σκανδάλου (όλοι οι παραπάνω) παρέμειναν σε σημαίνουσες θέσεις και θώκους εξουσίας,  τότε πώς μπορούν να στοιχειοθετηθούν, έστω και στοιχειωδώς, οι λόγοι ‘‘εθνικής ασφάλειας’’ για την παρακολούθησή τους και κατά συνέπεια πώς είναι δυνατόν να υφίστατο όντως το μοναδικό νομικό έρεισμα που προσέδιδε την τυπική νομιμότητα στις παρακολουθήσεις της ΕΥΠ;

Τα ερωτήματα αυτά, τα ερωτήματα που ‘‘τσουρουφλίζουν’’, τα άφησε, δυστυχώς, αναπάντητα η ανακοίνωση της κ. Εισαγγελέως του ΑΠ και προβληματίζουν ασφαλώς όλους τους έμφρονες πολίτες. Όπως προβληματισμό προκάλεσε σε επαΐοντες νομικούς η σπουδή της κ. Αδειλίνη να κατοχυρώσει το αναιτιολόγητο των διατάξεων της άρσης του τηλεφωνικού απορρήτου φυσικών προσώπων από την Εισαγγελία της ΕΥΠ με αναφορά της σε συγκεκριμένη απόφαση του Δικαστηρίου της ΕΕ (ίδετε και παραπάνω την αναφορά στην απόφαση της 16-2-2023 στην υπόθεση C-349/21).

Δεν πρόσεξε η κ. Εισαγγελέας, άραγε, ότι στη σκέψη 53 της άνω απόφασης ένα τέτοιο ‘‘αναιτιολόγητο’’ δικαιολογείται νομικά μόνο όταν η Αρχή που υποβάλλει το αίτημα άρσης του τηλεφωνικού απορρήτου κάποιου συγκεκριμένου προσώπου στον αρμόδιο δικαστικό λειτουργό (εν προκειμένω Εισαγγελέα), προκειμένου να το ‘‘παρακολουθήσει’’, πρέπει να αιτιολογεί το αίτημά της πλήρως και εμπεριστατωμένα; Κάτι που ουδόλως συνέβαινε με την ΕΥΠ; Ή δεν διάβασε (;) τη σκέψη 59 της άνω απόφασης του Δικαστηρίου της ΕΕ σύμφωνα με την οποία, προκειμένου να τηρείται η παραπάνω υποχρέωση αιτιολογήσεως, τα ίδια τα παρακολουθηθέντα πρόσωπα πρέπει να μπορούν, με τη συνδυασμένη ανάγνωση της άδειας χρήσης ειδικών μεθόδων συλλογής πληροφοριών και του σχετικού αιτιολογημένου αιτήματος, να κατανοήσουν ευχερώς και επακριβώς τους συγκεκριμένους λόγους για τους οποίους χορηγήθηκε η άδεια παρακολουθήσεώς τους, υπό το πρίσμα των πραγματικών και νομικών στοιχείων που χαρακτηρίζουν την ατομική περίπτωσή τους, για την οποία υποβλήθηκε η αίτηση παρακολουθήσεως(;). Ποιος να ξέρει, άραγε;

Σε κάθε περίπτωση, όμως, και ασχέτως ποιο ήταν τελικά το πόρισμα της Δικαιοσύνης, η υπόθεση των υποκλοπών αφήνει βαριά και ανεξίτηλη τη σκιά της στην πολιτική ζωή του Τόπου και γενικά στην ιστορία του πολιτικού μας βίου. Τα παραπάνω ερωτήματα δεν είναι ασφαλώς τα μοναδικά (δεν θα μπορούσαν, άλλωστε, να ‘‘χωρέσουν’’ όλα σε ένα άρθρο), είναι ωστόσο χαρακτηριστικά για το τι ζούμε πραγματικά τα τελευταία χρόνια. Και, από την άλλη, συνδέονται άμεσα με την ίδια τη Δημοκρατία και την ποιότητά της στη Xώρα μας.

Εγώ χρησιμοποίησα απλά την κοινή Λογική για να τα θέσω (τα ερωτήματα), όπως, εν τέλει, απλά υπενθυμίζω (προς ‘‘τροφή για σκέψη’’) όσα είχαν συμπεράνει οι Steven Levitsky και Daniel Ziblatt, πολιτικοί επιστήμονες και καθηγητές στο Harvard, στο βιβλίο τους ‘‘How democracies die’’ («Πώς πεθαίνουν οι Δημοκρατίες»). Σήμερα, μας λένε, η Δημοκρατία δεν κινδυνεύει από έναν Στρατηγό ή… Συνταγματάρχη που ξαφνικά, μια νύχτα, θα βγάλει τα τανκς στους δρόμους, όπως γινόταν τον προηγούμενο αιώνα. Όπως έγινε και στη Χώρα μας το 1967, θα έλεγα εγώ. Τον 21ο αιώνα, αντιθέτως, ο ‘‘θανάσιμος κίνδυνος’’ για τη Δημοκρατία προέρχεται από τα ίδια της τα ‘‘όπλα’’. Όταν ο τύπος και τα ΜΜΕ ‘‘χειραγωγούνται’’, όταν η Δικαιοσύνη γίνεται ή φαίνεται να γίνεται όλο και πιο ‘‘πολιτικοποιημένη’’, όταν οι θεσμοί αποδυναμώνονται, μας λένε οι παραπάνω επιστήμονες, όταν, με μια πρόταση, τα θεσμικά αντίβαρα εξισορρόπησης και ελέγχου της εξουσίας (τα αγγλιστί λεγόμενα ‘‘checks and balances’’) απενεργοποιούνται de facto, τότε η Δημοκρατία τίθεται υπό αμφισβήτηση (αν δεν έχει ήδη εισέλθει σε ένα ‘‘θανάσιμο σπιράλ’’). Για αυτό, υποστηρίζουν οι Αμερικανοί καθηγητές, η αυτοσυγκράτηση, η ανοχή, το μέτρο και η ευπρέπεια στην άσκηση της εξουσίας και της πολιτικής είναι απαραίτητες προϋποθέσεις μιας όντως δημοκρατικής διακυβέρνησης. Το (τελευταίο) απευθυνόμενο στον καθένα μας ερώτημα, λοιπόν, είναι αν στην Ελλάδα σήμερα η άσκηση της εξουσίας και της πολιτικής χαρακτηρίζονται από αυτοσυγκράτηση, ανοχή, μέτρο και ευπρέπεια;

 

* Ο Χρήστος Γκουγκουρέλας είναι Δικηγόρος, LLM in International Commercial Law, LLM in European Law, Cer. LSE in Business, International Relations and the political science