2 Σεπτεμβρίου: του Αγίου Μάμαντος

10395

Ο Άγιος Μάμας γεννήθηκε στη Γάγγρα της Παφλαγονίας το 260 μ.Χ., από γονείς χριστιανούς, το Θεόδοτο και τη Ρουφίνα, όταν αυτοί ήταν μέσα στη φυλακή, όπου πέθαναν προσευχόμενοι.

Έτσι ο Μάμας, βρέφος ακόμα, έμεινε ορφανός. Όμως, μια πλούσια χριστιανή γυναίκα, η Αμμία, τον υιοθέτησε και τον ανέθρεψε με στοργή μητρική και σύμφωνα με το πνεύμα του Ευαγγελίου.

Επειδή δε ονόμαζε τη θετή του μητέρα συνεχώς μάμα, (δηλ. μαμά), ονομάστηκε Μάμας.

Όταν ο Μάμας έγινε 15 χρονών, η μητέρα του πέθανε, και έτσι έμεινε και πάλι μόνος του. Τότε, βρήκαν ευκαιρία οι συμμαθητές του να καταγγείλουν στον Δημόκριτο πως προσπαθούσε να τους προσηλυτίσει και τους παρότρυνε να σταματήσουν να πιστεύουν στα είδωλα. Ο άρχοντας, τότε, αποφάσισε να καλέσει τον Μάμα, ώστε να τον ανακρίνει και να τον βασανίσει. Όλες οι προσπάθειές του, όμως, δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα. Ο νεαρός ήταν αμετάπειστος και δεν φοβόταν τις απειλές του Δημόκριτου.

Μη γνωρίζοντας τι άλλο να κάνει, αποφάσισε να τον στείλει στον βασιλιά για να βασανίσει μέχρι θανάτου τον άγιο. Όντως, ο βασιλιάς φυλάκισε τον νέο και τον βασάνισε πολύ σκληρά. Έφτασε στο σημείο, μάλιστα, να διατάξει να τον κάψουν ζωντανό. Έτσι, μια μέρα οι φρουροί τον έδεσαν και άναψαν τις δάδες για να τον κάψουν. Όμως, οι φλόγες δεν κατευθύνονταν προς τον Μάμα, αλλά προς την αντίθετη κατεύθυνση, δηλαδή προς τους στρατιώτες. Σαστισμένος ο βασιλιάς διέταξε να δέσουν στον λαιμό του μόλυβδο και να τον πετάξουν στη θάλασσα. Και σε αυτή την περίπτωση, ο άγιος κατάφερε να σωθεί, ως εκ θαύματος, καθώς κόπηκε το σχοινί από τον λαιμό του. Βγήκε, λοιπόν, στη στεριά και κατευθύνθηκε προς τα βουνά της Καισαρείας. Εκεί, έμαθε να ζει συντροφιά με όλα τα άγρια ζώα, που υπήρχαν στην περιοχή, ακόμα και με λιοντάρια. Κατόρθωσε να τα εξημερώσει, να τα βοσκά και να τρέφεται από το γάλα τους.

Γρήγορα, εξαπλώθηκε η φήμη για κάποινο νεαρό που ζει με τα άγρια ζώα και πολλοί ήταν εκείνοι που τον επισκέπτονταν για να τον γνωρίσουν από κοντά. Δυστυχώς, όμως, έμαθε και ο βασιλιάς για την ύπαρξή του και έστειλε να τον συλλάβουν. Μόλις είδε πως ο Μάμας ήταν ακόμα ζωντανός, αποφάσισε και πάλι να τον βασανίσει. Και πάλι, όμως, με κάποιον ανεξήγητο, για τον άρχοντα, τρόπο ο άγιος γλίτωνε. Σύμφωνα με την παράδοση, τον έριξε και στα λιοντάρια, τα οποία, όχι μόνο δεν τον κατασπάραξαν, αλλά ανέβηκε στη ράχη ενός λιονταριού και διέφυγε. Αλλά επειδή και απ’ αυτά σώθηκε θαυματουργικά, διαπέρασαν την κοιλιά του με τρίαινα. Και έτσι μαρτυρικά και ένδοξα αναχώρησε απ’ αυτή τη ζωή.

Ανακηρύχθηκε προστάτης των βοσκών, καθώς κατόρθωσε να δαμάσει όλα αυτά τα άγρια θηρία, αλλά και προστάτης των υιοθετημένων παιδιών, αφού και αυτός έμεινε ορφανός από βρέφος και υιοθετήθηκε. Ιδιαίτερα γνωστός είναι στη Σκύρο, όπου τα προηγούμενα χρόνια ανθούσε η κτηνοτροφία και κάθε χρόνο στις 2 Σεπτεμβρίου διοργανώνουν μεγάλο πανηγύρι προς τιμήν του, όπου προσφέρουν διάφορες θυσίες και σφάγια.

Πολλές είναι και οι εκκλησίες που έχουν χτιστεί προς τιμήν του σε διάφορα μέρη, όπως Χίο, Κωνσταντινούπολη, Κύπρο, Μακεδονία και Καππαδοκία. Η φήμη του, όμως, απλώνεται και στο εξωτερικό. Συγκεκριμένα στον Λίβανο, στην Ιταλία και την Ισπανία. Στην τελευταία, μάλιστα, και συγκεκριμένα στο Μπιλμπάο, το γήπεδο της ομάδας της πόλης έχει πάρει το όνομά του από το άγιο (Σαν Μαμές), καθώς βρίσκεται δίπλα σε ναό που έχει χτιστεί προς τιμήν του. Ακόμα, οι παίκτες της ομάδας ονομάζονται «τα λιοντάρια» (los leones) από το μαρτύριο του αγίου.